λευκοβαφής

λευκοβαφής
ης, ες окрашенный в белый цвет

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "λευκοβαφής" в других словарях:

  • λευκοβαφής — ές (Α λευκοβαφής) ο βαμμένος με λευκό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + βαφής (< βαφή), πρβλ. ερυθρο βαφής, πορφυρο βαφής] …   Dictionary of Greek

  • λευκοβαφές — λευκοβαφής masc/fem voc sg λευκοβαφής neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»